- πέταυρο
- το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑλεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστέςνεοελλ.λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυσημσν.-αρχ.σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες2. καταπακτή, παγίδααρχ.1. κάθε επίμηκες ξύλο2. ικρίωμα, εξέδρα3. κατάστιχο για καταγραφή λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή γραφή τής λ. θεωρείται η πέτευρον, ενώ ο τ. πέτ-αυ-ρον απαντά μεταγενέστερα σε παρ. τής λ. καθώς και στις λ. petaura, petaurista τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. πέτευρον / πέταυρον είναι σύνθ. < πετά (άλλος τ. τής πρόθεσης πεδά*) και τη λ. αὔρα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. *πετᾱ(F)ορον, παρλλ. τ. τού πεδᾱ(F)ορον*, αιολ. και δωρ. τ. τού μετέωρον, οπότε η δίφθογγος -ευ- τού πέτευρον είτε αποτελεί υπερδιορθωμένη μορφή τού -αυ- είτε προέρχεται από την παρλλ. παρουσία τών τ. -ήFορον, -ᾱFορον. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η παρουσία σε μια αττική λ. τού σπάνιου και διαλεκτικού τ. πετά (βλ. πεδά). Τέλος, η άποψη ότι η λ. πέτευρον (< *petě-wro) συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του ἄλευρον* παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη].
Dictionary of Greek. 2013.